τυπολάτρης — ο θηλ. ισσα που λατρεύει τους τύπους, δούλος των τύπων, πολύ τυπικός, που δεν προσέχει πολύ την ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 … Dictionary of Greek
τυπολατρία — η, Ν η ιδιότητα τού τυπολάτρη, η υπερβολική προσήλωση στους τύπους εις βάρος τής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυπολάτρης. Ένας τ. τυπολατρεία (< τύπος + λατρεία) μαρτυρείται από το 1888 στον Εμμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek
τυπολατρικός — ή, ό, Ν [τυπολάτρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυπολάτρη ή στην τυπολατρία … Dictionary of Greek
φορμαλιστής — ο, θηλ. φορμαλίστρια, Ν 1. οπαδός τού φορμαλισμού, λογοτέχνης ή καλλιτέχνης που δίνει πρωταρχική σημασία στη μορφή τού έργου του εις βάρος τού περιεχομένου, που έχει την τάση να θεωρεί τη μορφή ως αυτοσκοπό και όχι ως έκφανση τού περιεχομένου 2.… … Dictionary of Greek